«ΤΟ ΚΟΥΦΑΡΙ ΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ»
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2008 ΣΤΑ ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ)
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΕΡΠΑΝΔΡΟΥ ΖΑΧΑΡΙΟΥ
Παραπάνω από δεκαεννέα δεν πρέπει να ήτανε, αλλά σίγουρα αποτελούσε ένα από τα πιο οξύμωρα σχήματα που είχα αντικρίσει έως τότε. H λαλιά του και το όλο του παρουσιαστικό με ανήγαγαν στα ριζίτικα βουνά της Κρήτης. Άλλος αέρας. Παντελώς αταίριαστος με τα νεγρο-αμερικάνικα ακούσματα που ηχούσαν διαπασών στο ημιυπόγειο διαμέρισμα που είχε μόλις νοικιάσει στα Χανιά.
«Καλά βρε φίλε, τι σχέση μπορεί να έχει ένας Κρητίκαρος του λόγου σου με αυτά που θυμίζουν τα κατώγεια της Νέας Υόρκης;» Αξέχαστη θα μου μείνει η ταραχή στο ύφος του με αυτό μου το σχόλιο αφού πρώτα τον είχα παρακαλέσει να χαμηλώσει τη μουσική εν ώρα κοινής ησυχίας.
Αυτός την έκλεισε, και με πληγωμένο το φιλότιμο είπε: «Συγνώμη σύντεκνε, δίκιο έχεις. Δεν είμαι τούτοσές που δείχνω. Απλά ήθελα ν’ ακούσω αυτά π’ ούλοι ακούν έπαέ στη πόλη για να μοιάσω…»
Γίναμε φίλοι. Όταν τον γνώρισα καλύτερα, γνώρισα και τον πλούσιο κόσμο που ήθελε να αφήσει, αλλά αργότερα, κι αυτόν όπου του έμελλε να ενταχθεί.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80, η αρχή του τέλους του Ελληνικού πολιτισμού της υπαίθρου – τότε που ο κάθε πολιτικάντης, εκμεταλλευόμενος την αυξανόμενη αστυφιλία, ψηφοθήριζε στα χωριά έναντι αδιάκριτων διορισμών στις δημόσιες υπηρεσίες.
Ίσως όχι και τόσο τυχαία είχαν υποβαθμισθεί γλώσσα και παιδεία για τα χωριατόπουλα που θα εισέρεαν στις πόλεις, καθώς οι γονείς τους συνδικαλιζόταν κομματικά για να διορισθούν σε κάποια υπηρεσία. Και ενώ στα τότε ακόμα ζωντανά χωριά τους τα παιδιά αυτά θα δρούσαν σε έναν κόσμο αληθινό, όπου θα συναναστρεφόταν με όλες τις ηλικίες, μαθαίνοντας πως να παράγουν τροφή, πως να φτιάχνουν ένα σπίτι, ένα σκάφος κτλ, τώρα θα εντασσόταν ολομερής με συνομήλικούς τους σε ένα σύστημα που θα επιμήκυνε την ανωριμότητα και την εξάρτηση.
Αυτό, βέβαια, μακρόχρονα θα ωφελούσε τις μεγάλες επιχειρήσεις και το δημόσιο: Ο ανώριμος άνθρωπος είναι καταναλωτικός. Ο εξαρτημένος ζει με τον φόβο, κι αυτός είναι ο ιδανικός εργαζόμενος.
Στα πέριξ των πόλεων φύτρωσαν τσιμεντοκούτια, ενώ νεοκλασικά κτήρια κατεδαφίσθηκαν για τις αντιπαροχές. Πολλά τότε τα Ελληνικά εργατικά χέρια. Πολλά και τα λεφτά από τις επιδοτήσεις.
Αυτά όμως μετουσιώθηκαν σε τσιμεντένια παραπήγματα, όπου ο νεόφερτος στην πόλη χωρικός, με όλα τα συμπλέγματα που του επέφερε η προσπάθειά του να «μοιάσει», θα γινότανε… «αστυχωριάτης». Ανυπόφορη η ατμόσφαιρα στις δημόσιες υπηρεσίες.
Άνθρωποι συνηθισμένοι να δρουν υπαίθρια, τώρα ασφυκτιούσαν σε καπνόμιχλα γραφεία όπου με τεντωμένα νεύρα κολλούσαν ένσημα. Κι αν δεν οσφριζόταν κανείς τη «χωριατίλα» στο δημόσιο, σίγουρα την κουτούλαγε στους δρόμους, καθώς πολλοί που πλούτισαν ως εργολάβοι πρόχειρων κατασκευών, πλούτισαν και τις πολυτελείς αυτοκινητοβιομηχανίες.
Το «αυτοκίνητο» έγινε «το ερ-γα-λείο» αλλά όχι τόσο για χρήση, όσο για την επίδειξη της οικονομικής ισχύος του νεόπλουτου. Ωστόσο, τα αγροτικά που κάποτε μετέφεραν σοδειές, τώρα πια κόμιζαν τετρακίνητο εγωισμό…
«Μασκαρά – Γκρέκο Μασκαρά … Τρόμπα, φιγούρα, σαχλαμάρα κι άρπα-κόλλα…» Εάν μη τι άλλο, η όλη κατάσταση ενέπνευσε και τραγούδια όπως αυτό του Γιάννη Μιλιώκα. Για τον «αστοχωριάτη» όμως, τα σκυλάδικα είχαν τον πρώτο λόγο. Εκεί θα εύρισκε την «καλλιτεχνική» εκδήλωση του νεοπλουτισμού του με σπονδές από σαμπάνια και γαρύφαλλα.
Κι αν η ύπαιθρος κάποτε έδενε τα χέρια των χορευτών σε κύκλους, η τσιμεντούπολη τα έλυσε δια της επιδεικτικής ζεϊμπεκιάς ή του ξενόφερτου πιθηκισμού. Και πως αλλιώς, σε κοινωνίες όπου οι φιλίες είχαν γίνει χρησιμοθηρικές και όπου οι «πετυχημένοι» θα εισέπρατταν τον φθόνο αυτών που οι πόλεις είχαν απορρίψει ή, χειρότερα, τσακίσει;
Ο Αριστοτέλης είχε παρατηρήσει ότι χωρίς πλήρη συμμετοχή στον κοινωνικό βίο δεν υπήρχε ελπίδα για κάποιον να αναπτυχθεί ως υγιής άνθρωπος. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο υπήρχαν μόνον όσο στην ύπαιθρο υπήρχαν ζωντανά χωριά και στις πόλεις γειτονιές που τώρα πια είχαν πνιγεί από πολυόροφα «μαυσωλεία».
Το αντίκτυπο του «θέλω να μοιάσω» είχε τραγικές δημογραφικές και πολιτισμικές συνέπειες στον τόπο. Ο αστυχωριάτης, τραγελαφικά διχασμένος μεταξύ της χωρικής και αστικής του ταυτότητας, πολλά παιδιά δεν έκανε.
Κι αυτά που έκανε, έκαναν ακόμη λιγότερα, επειδή δεν είχαν όραμα πέρα από το να μοιάσουν κι αυτά με τους τηλεοπτικούς ήρωες του «Λάιφ Στάιλ». Ξεκομμένος από τις ρίζες του, ο Έλληνας ρίχθηκε στην κατανάλωση του ο’ τι θα τον συνταίριαζε με την ξενόφερτη τηλεοπτική φαντασιοπληξία που θα ανέβαλε τον γάμο, θα αύξανε τις εφήμερες σχέσεις, τις εκτρώσεις, ή αλλιώς, θα κατέστρεφε το δομικό υλικό μίας υγιούς κοινωνίας – την οικογένεια.
Προφητική και η δήλωση του ιστορικού Arnold J. Toynbee: «Εάν θέλεις να καταστρέψεις ένα έθνος, να επιμηκύνεις τα παραγωγικά χρόνια της νεολαίας του πίσω από τα θρανία» Τα τέκνα αυτών των ολιγομελών οικογενειών γέμισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας και του εξωτερικού με αιώνιους φοιτητές που έπρεπε να εκπληρώσουν τα απωθημένα των γονέων τους.
Όμως η τώρα πια «δημοσιο-υπαλληλίστικη» παιδεία, αντί να παράγει ενάρετους Έλληνες πολίτες, θα παρήγαγε μισέλληνες αναρχικούς: «ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΣΤΕ ΚΑΙ ΦΑΙΝΕΣΤΕ» θα ήταν το σύνθημα διάσπαρτα γραμμένο όπου υπήρχαν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, ενώ η ανάρτηση της σημαίας από κάποιον πολίτη θα θεωρείτο πράξη «φασιστική».
Αναδυόμενοι από μια μεθοδευμένη μνημοκτόνο παιδεία της διεθνιστικής «πολιτικής ορθότητας» και της καφετέριας, το μόνο μέλλον προς το οποίο θα μπορούσαν να αποβλέπουν ήταν αυτό για το οποίο τους προετοίμαζε το σύστημα: το πώς να είσαι ένας καλός Αιγύπτιος που ξέρει τη θέση του στη πυραμίδα.
Αυτό που φοβίζει είναι ότι η διανόηση της εποχής ανέδειξε τους πιο χαρακτηριστικούς της τύπους: τον δημόσιο υπάλληλο… τον δικηγόρο… τον πολιτικάντη…
Πάντως, το σίγουρο είναι ότι η «μόρφωση» δεν κατάφερε να αποτινάξει τη «χωριατίλα» του «θέλω να μοιάσω». Ο πιθηκισμός ακόμα καλά κρατεί στο πανελλήνιο. Ελλείψει αυτόχθονων σημείων αναφοράς, καθώς πολλοί γονείς είναι τώρα πια γεροροκάδες, γεροντισκόβιοι και γερομπλουζάδες, η σημερινή γεννιά φοράει ρούχα μερικά μεγέθη μεγαλύτερα από το κορμί τους και μαθαίνει χιπ χοπ. Οι πολιτισμικές αντιστάσεις στην απόλυτη αποχαύνωση πλέον καθιστούνται ανύπαρκτες.
Κάποια στιγμή, τα οικονομικά πακέτα στέρεψαν. Κι όσοι δεν είχαν διορισθεί στο δημόσιο ή διαπρέψει στον ιδιωτικό τομέα, τώρα θα ξεπουλούσαν τα πατρογονικά τους χωράφια για να στηρίξουν την αστυφιλία τους.
Βλέποντας τα ρημαγμένα μας χωριά, όπου πλέον αλλοδαπός ιδρώτας ποτίζει τους αγρούς, οι κατέχοντες μνήμη άνω των σαράντα συχνά κυριεύονται από νοσταλγία για έναν πολιτισμό νεκρό πλέον.
Κι όπως το φυσικό επακόλουθο του θανάτου είναι η αποσύνθεση, συνεπικουρούμενη από τα σκουλήκια, έτσι και η γόνιμη γη της υπαίθρου διαμελίζεται με την αδηφάγο δράση κατασκευαστών, τραπεζών και κτηματομεσιτών – οι μόνοι οργανισμοί που ευδοκιμούν σε περίοδο πολιτισμικής σήψης. Αλλά κι αυτοί είναι καταδικασμένοι να αλληλοσπαραχθούν όταν δεν έχει μείνει πλέον τίποτα στο κουφάρι.
Ως τα υβριδικά πλέον απομεινάρια ενός φθίνοντος πολιτισμού, εμείς ευθυνόμαστε για την υποβάθμιση όλων των θεσμών με έναν ατέρμονο καταιγισμό νεωτερισμών, μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που τσάκισαν την ραχοκοκαλιά του τόπου – την παραγωγική χωρική οικογένεια – και αφαίμαξαν την ύπαιθρο από τα Ελληνικά της νιάτα.
Οι συνέπειες είναι πια ορατές… Οι αποσυνθετικοί οργανισμοί είναι ξένοι πλέον, καθώς οι αλλοδαποί εργάτες, των οποίων τα κάποτε χαμηλόμισθα χέρια πλούτιζαν τους αστυχωριάτες, τώρα γίνονται τα αφεντικά με τις ευλογίες ενός συστήματος που δεν αναγνωρίζει έθνος πια, αλλά μόνο ψηφοφόρους που θα του εξασφαλίσει την εξουσία πάνω στο κουφάρι.
Συγχαρητηρια κυριε Ζαχαρίου, δεν εχω διαβασει αλλού πιο επεξηγηματικο λόγο-αρθρο για την κοινωνικη ανθρωπολογια της χωρας και του εθνους στην πορεια τους των τελευταιων δεκαετιων, να τονισω περισσοτερο εδω και τον σημαντικο ρολο της αρχουσας ταξης (κυριως δυναστειών) -»δεξιά»-, που κυβερνησαν τη χωρα μετα το β παγκοσμιο, οπως και της »υψηλης» διανοησης -»αριστερα»-, που επικρατησε τις τελευταιες δεκαετιες στον κοινωνικο και πολιτικο δημοσιο λογο..